τουσούντημα
(ουσ. ουδ.)
τουσ̑ούνμα
[tuˈʃunma]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. ντισιντίζω, όπου και τύπ. τουσ̑ουνdάου, και το παραγωγ. επιθμ. -μα.
Σκέψη