τούτος
(αντων.)
τούτους
['tutus]
Σίλ.
ετούτους
[e'tutus]
Σίλ.
Εν. Θηλ.
τούτσ̑η
['tutʃi]
Σίλ.
τουτσά
[tu'tsa]
Σίλ.
ετούτσ̑η
[e'tutʃi]
Σίλ.
Εν. Ουδ.
τούτο
['tuto]
Σίλ.
τούτου
['tutu]
Σίλ.
Γεν. Εν.
τουτουνού
['tutuˈnu]
Σίλ.
τουτιού
[tuˈtçu]
Μαλακ.
τιταρούν
[titaˈrun]
Αξ.
Θηλ.
τούτσ̑ης
['tutʃis]
Σίλ.
τουτσ̑ηνής
[tutʃiˈnis]
Σίλ.
Αιτ. Εν.
τούτσ̑ην
['tutʃin]
Πληθ. Αρσ.
τούτσ̑οι
['tutʃi]
Σίλ.
τούτζ̑οι
['tudʒi]
Σίλ.
Πληθ. Θηλ.
τούτες
['tutes]
Σίλ.
Πληθ. Ουδ.
τούτα
['tuta]
Σίλ.
τούτσ̑α
['tutʃa]
Σίλ.
Πληθ. Ουδ.
ετούτα
[e'tuta]
Αξ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ.
ιτούτα
[i'tuta]
Μαλακ., Μισθ.
Αιτ. Πληθ.
τούτουζ
['tutuz]
Σίλ.
Γεν. Πληθ.
τουτουνών
['tutuˈnon]
Σίλ.
τούτουνου
['tutunu]
Σίλ.
τουτουνού
[tutuˈnu]
Σίλ.
τουτουναρού
[tutunaˈru]
Σίλ.
τουτιαρού
[tutçaˈru]
Μαλακ.
τιτιαρών
[titçaˈron]
Αξ.
Από τη μεσν. αντων. τοῦτος, η οπ. από το μεταγν. τοῦτοι (< πληθ. του αρχ. οὗτος). Οι τύπ. με αρκτ. [e] αναλογ. κατά το εκείνος. Ο τύπ. τούτουζ με ηχηροπ. πριν από φων.
Δεικτική αντων. που δηλώνει εγγύτητα, τούτος
Μαλακ., Σίλ.
:
Τσ̑ις ένι τούτους Ψυχάρης;
(Ποιος είναι αυτός ο Ψυχάρης;)
Σίλ.
-ΔΕΟ
Σονgρά τούτους μπαίν-νει κεί τ χουριό, κιατ του είπι χιζΰρης
(μετά αυτός μπαίνει σε εκείνο το χωριό που του είχε είπε ο άγιος άνθρωπος)
Σίλ.
-Dawk.
Tούτους αρτούπους ινgιάν ντου τσ̑αννό λαειννόντζ̑ισκι μυριολόγια
(αυτός ο άνθρωπος σαν ανόητος έβγαζε θρήνους)
Σίλ.
-Dawk.
Τούτους ποτινgιάν γιουκούννει 'ρώ τ τέκνων τα ονόματα, βιριάτι τα κονdά του
(όταν ακούει τα ονόματα αυτών των παιδιών, τα καλεί κοντά του)
Σίλ.
-Dawk.
Τούτους παρακαλά τα παιριά να του υπάγουσ̑ι σπίτσ̑ιν ντους
(αυτός παρακαλά τα παιδιά να τον πάνε σπίτι τους)
Σίλ.
-Dawk.
Τούτσ̑η κόρη έμασι πολλές γλώσσες
(αυτή η κόρη έμαθε πολλές γλώσσες)
Σίλ.
-Dawk.
Τούτσ̑η τσ̑ην 'εναίκα σάλισιν τζ̑η οχτώ σύρες απέσου
(αυτήν τη γυναίκα την έκλεισε μέσα σε οχτώ πόρτες)
Σίλ.
-Dawk.
Άπαρ' τούτου, ρώσ' τα τσ̑η Γεωργία
(πάρε αυτό, δώσε το στη Γεωργία)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Tούτο γιούξιν ντα πατισ̑αχιού τ παιρί
(αυτό το άκουσε το παιδί του βασιλιά)
Σίλ.
-Dawk.
Για τούτου κιμόνη ρεν ντου σκοτώννει
(για αυτόν μόνο τον λόγο δεν τον σκοτώνει)
Σίλ.
-Dawk.
Τούτου του χοσ̑ά άρτουπου λαεί ότσ̑ι: «dερά γρύστα κι, να πέσουμι»
(σε αυτόν τον όμορφο άντρα λέει: «τώρα γδύσε με ώστε να πάμε στο κρεβάτι)
Σίλ.
-Dawk.
Τούτου παπαριώ 'ναι
(αυτό είναι παπαδίστικο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τούτσ̑οι τρείς τους παγαίν-νουσ̑ι να qαζαντζ̑ήσουσ̑ι παρά
(αυτοί οι τρεις ακολουθούν τον δρόμο τους να κερδίσουν λεφτά)
Σίλ.
-Dawk.
Τούτσ̑οι γυο τους κατλέβγκουσ̑ι οπ ένα χαϊβάνι
(αυτοί οι δυο καβαλούν από ένα θηρίο ο καθένας)
Σίλ.
-Dawk.
Τούτες τσ̑ις 'νου;
(αυτές ποιες είναι;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τούτα χερ ημέρα κασινόντζ̑ισκασ̑ι χωρίς ζουλειά
(αυτά κάθε μέρα κάθονταν χωρίς δουλειά)
Σίλ.
-Dawk.
Τούτα τα σεράια έμοιασνασ̑ι βαβά του τα σεράια
(αυτά τα παλάτια έμοιαζαν με του πατέρα του τα παλάτια)
Σίλ.
-Dawk.
Eτούτα μέτσ̑ια και τα βρακιά το μόν το φσ̑άχου να 'ενούν ντουν
(αυτές οι μπλούζες και τα εσώρουχα θα μπορούσαν να είναι του παιδιού μου)
Τελμ.
-Dawk.
Απαπού τα πήρε ετούτα τα παράγια;
(από πού πήρε αυτά τα λεφτά;)
Αξ.
-Dawk.
Ετούτα κορίτσ̑α είπαν gι, «γιάβρου μ, εδώ που ήρτες, εδώ είναι ένα ντέφ»
(αυτά τα κορίτσια είπαν: «Νεαρέ μου, εδώ που ήρθες, εδώ είναι ένα Ντεφ» )
Σίλατ.
-Dawk.
Είπεν ετούτα τα λόγια ντεβρίσ̑ης, άμα είδεν γεμέκια να τρώγει το παιδί
(είπε αυτά τα λόγια ο δερβίσης, όταν είδε το παιδί να τρώει φαγητό)
Ποτάμ.
-Dawk.
Ιτούτα τ’ αδέλφια έφγανι απικιού, κι πήγαν σ’ ένα άλλου τόπους, που καθούτανι βασιλέγας
(αυτά τα αδέλφια έφυγαν από εκεί και πήγαν σε άλλο μέρος όπου ο βασιλιάς ζούσε)
Μαλακ.
-Dawk.
Ιτούτα βούλα λαχτά τα σ’ ικείνου μέσα
(όλα αυτά τα πράγματα τα τοποθετεί μέσα σε αυτό)
Μαλακ.
-Dawk.
Τούτουζ άρτουπους
(αυτούς τους ανθρώπους)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τουτονών τα ονόματα σέκνει τα
(Αυτών τα ονόματα τα βάζει)
Σίλ.
-Dawk.
Εκείνα κείται τιταρούν
(Εκείνα είναι δικά του)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
αυτός