τουτουστιέω
(ρ.)
Αόρ.
τουτουσ̑τιέσα
[tutuʃtiˈesa]
Φάρασ.
Από τον αόρ. tutuştu του τουρκ. ρ. tutuşmak = ανάβω. H λ. ήδη νεότ. με τύπ. τουτουσ̑τίζω (Mackridge 2021: 57).
Μτβ., ανάβω, βάζω φωτιά σε κάτι