τουτάμι
(ουσ. ουδ.)
τ͑ουτ͑άμι
[tʰu'tʰami]
Σινασσ., Φάρασ.
τ͑ουτάμ'
[tʰu'tam]
Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ.
ντουτ͑άμι
[duˈtʰami]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. tutam (< dut–/tut–) = χούφτα, πρέζα, όπου και διαλεκτ. τύπ. dutam (THADS 4, λ. dutah II, dutak II, Turan 2006: λ. tutah, Tietze 2016, λ. dutak/tutak).
1. Ποσότητα που χωρά σε μία χούφτα
Αξ., Μαλακ., Φάρασ.
:
Άν τουτάμι ροβίθε
(Μια χούφτα ρεβίδια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Συνών.
δράκα
2. Μέτρο μήκους τεσσάρων δαχτύλων (πλάτος ή μάκρος)
Δίλ., Μισθ.
:
Γένην ένα τουτάμ’
(Ψήλωσε τέσσερις πήχες)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
3. Toύφα
Σίλ.
:
Ένα ντουτ͑άμι μαλλί ξέβ’κι
(Βγήκε μιά τούφα μαλλί)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
4. Ανθοδέσμη
Ανακ., Σινασσ.
β.
Μπουκέτο βασιλικού ή άλλου λουλουδιού για αγιασμό
Ποτάμ., Σινασσ.