τουταμόκκο
(ουσ. ουδ.)
τουταμόκκου
[tutaˈmoku]
Τσουχούρ.
Aπό το ουσ. τουτάμι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Μικρή τούφα μαλλιών
:
Ότις κοτσάγκιν 'ς άου το κόσμου, κοφτείνκαν αν τουταμόκκου σα μαλλία του, κρατείνκαν τα για τιλισίμι
(Όποιος πήγαινε στον άλλο κόσμο, έκοβαν μιά τουφίτσα από τα μαλλιά του, το κρατούσαν για ενθύμιο)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.