ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τουτουρντίζω (ρ.) τουτουρντίζου [tuturʹdizu] Μισθ. ντουdουρτίζου [dudur'tizu] Μισθ. Προστ. ντουdούρτα [du'durta] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. tuturmak, tutturmak = ανάβω, φλέγομαι (Tietze 2019, λ. tuttur- Ι).
1. Ανάβω, κάνω να κάψει : Ντουdούρτα ζόπα (Άναψε την σόμπα ) Μισθ. -Κοτσαν. Τουτουρντίειζ' ένα τζίαρα να φύει δου μεράκι (Ανάβεις ένα τσιγάρο να φύγει η στεναχώρια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Καίω : Απ' ντου ντιτσ̑άξ μπασλάϊζαν ντουτούρντιζαν ντα σπίτια, απ' ούλα ντα γιάνια βγαίνιξαν νισιές (Από το '16 άρχισαν και έκαιγαν τα σπίτια, απ' όλες τις μεριές έβγαιναν φωτιές) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ντώκα δα, ντουτούρσα α σι λέει (Τους έβαλα φωτιά, τα έκαψα σου λέει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.