τουτσά
(επίρρ.)
τουτσά
[tuˈtsa]
Σίλ.
τέτσα
[ˈtetsa]
Σίλ.
τούτσα
[ˈtutsa]
Σίλ.
Από το επίρρ. ούτσα με τ- αναλογ. κατά το τούτος.
Τροποποιήθηκε: 28/10/2025