ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τουτσά (επίρρ.) τουτσά [tu'tsa] Σίλ. τέτσα ['tetsa] Σίλ. τούτσα ['tutsa] Σίλ. Από το επίρρ. ούτσα με τ- αναλογ. κατά το τούτος.
Συνεπώς, έτσι Σίλ. : Τούτους κι αμbρός του τουτσά κάσιτι (ο νεαρός κάθεται έτσι μπροστά του) Σίλ. -Dawk. Τουτσά οπ ρώ τες τρεις λίρες χεμ qαζάντζ̑ησι ομbρίν ντου (έτσι με αυτές τις τρεις λίρες κέρδισε τη ζωή του) Σίλ. -Dawk. Τέτσα τέτσα (έτσι κι έτσι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. ατιά, ζαάρ, ούτσα, τσαχτσά