τουτσά
(επίρρ.)
τουτσά
[tu'tsa]
Σίλ.
τέτσα
['tetsa]
Σίλ.
τούτσα
['tutsa]
Σίλ.
Από το επίρρ. ούτσα με τ- αναλογ. κατά το τούτος.