ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τουφέκι (ουσ. ουδ.) τϋφέκ [tyˈfek] Ουλαγ. τ͑ϋφέι [tʰyˈfei] Σίλ. τϋφένgι [tyˈfenɟi] Αραβαν. τουφένκι [tuˈfenci] Σεμέντρ. τουφένg [tuˈfeng] Αξ. τουφάνκ [tuˈfaŋk] Σινασσ., Φάρασ. τ͑ουφάνκ͑ι [tʰuˈfankʰi] Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. τ͑ουφέν [tʰuˈfen] Δίλ., Μαλακ., Μισθ. τ͑ουφάν [tʰuˈfan] Μισθ. ντουφάγι [duˈfaʝi] Σινασσ. Πληθ. τουφένια [tuˈfeɲa] Μαλακ. τ͑ουφέκ' [tʰuˈfek] Φλογ. τ͑ουφάνκ͑ε [tʰuˈfankʰe] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. τουφέκιον, το οπ. από το τουρκ. tüfek (παλαιότ. tüfeng < περσ. tufeng), όπου και διαλεκτ. τύπ. tüfenk, tüfeng (THADS 12, λ. tüfenk, Gülensoy & Buran 1994: λ. tüfeng, Tietze 2019: λ. tüfek/tüfenk). Ο τύπ. τουφέκι νεότ.
Τουφέκι, όπλο ό.π.τ. : Στέρου ο γαμbρός πήγεν μο ντο τ͑ουφάνκ͑ι (ύστερα ο γαμπρός πήγε με το όπλο του) Φάρασ. -Dawk. ΄έμωσε ο τατάς το τ͑ουφάνκ͑ι, να τα σκοτώσει (ο πατέρας γέμισε το όπλο του για να την σκοτώσει) Φάρασ. -Dawk. Κουνdώ τουφένg (ρίχνω τουφέκι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Μεις είχαμε παλά τουφάνκε, λεβόρε, τσιφτέδε (Εμείς είχαμε παλιά τουφέκια, ρεβόλβερ, δίκαννα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Απέσω ας ντεϊρμέν-ντασ̑ού το τυρπί πέταναμ' τϋφένgι και σκότωναμ' τα Τούρκοι (Μέσα από την τρύπα της μυλόπετρας (ενν. που έκλεινε την είσοδο) ρίχναμε (με το) τουφέκι και σκοτώναμε τους Τούρκους) Αραβαν. -Dawk.JHS To τ͑ουφέκ' τώστεν, σύρτεν το σιλάχ' (Το ντουφέκι πυροβόλησε, έρριξε το όπλο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Φυάκνουμε τον τόπα μας μο τα σ̑έρε μας, μο τα τ͑ουφάνκ͑ε μας τζ̑αι μο τα μασ̑αίρε μας (Φυλάμε τον τόπο μας με τα χέρια μας, με τα τουφέκια μας και με τα μαχαίρια μας) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Παροιμ. 'ενόσουν ανdί τ͑ουφάνκ͑ι (έγινες σαν τουφέκι˙ το έλεγαν οι γιατροί στους αρρώστους όταν γίνονταν καλά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Σο τ͑ουφάνκ͑ι εμιέτιν τζ̑ο 'ίνεται (στο τουφέκι εμπιστοσύνη δε γίνεται˙ δε γίνεται να δανείσεις σε κάποιον το τουφέκι σου, γιατί εκτός που σου χρειάζεται, θα σου το γυρίσει χαλασμένο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.