τουτουρούχ
(ουσ. ουδ.)
τουτουρούχ
[tutuˈrux]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tuturuk = προσάναμμα, όπου και τύπ. duturuk, tuturuh (TSS, λ. duturuk, Tietze 2019, λ. tuturuk).
Προσάναμμα
Συνών.
γιακατζάκι