τραβάγγελο
(ουσ. ουδ.)
τραβάγγελο
[traˈvaŋɟelo]
Ποτάμ.
τραβάγγιλου
[traˈvaŋɟilu]
Μαλακ.
ντουρβάγγελο
[durˈvaŋɟelo]
Αξ., Αραβαν.
Από το μεσν. ουσ. τετραβάγγελον με ανομοιωτική αποβολή της αρκτικής συλλαβή [te]. Ο τύπ. ντουρβ- πιθ. με παρετυμολ. επίδρ. του τουρκ. αριθμτ. dört = 4.
1. Το τετραευαγγέλιο, το λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τα τέσσερα ευαγγέλια
ό.π.τ.
:
Διάβαζαν τραβάγγελο, κάνουν αγιασμό δίνουν ση οφτωχά
(Διάβαζαν το τετραευαγγέλιο, κάνουν αγιασμό δίνουν (ελεημοσύνη) στους φτωχούς)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Τελετή κατά την οποία ο ιερέας διαβάζει από τα τέσσερα ευαγγέλια στο προσκέφαλο αρρώστου
Μαλακ.