ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τραβάγγελο (ουσ. ουδ.) τραβάγγελο [traˈvaŋɟelo] Ποτάμ. τραβάγγιλου [traˈvaŋɟilu] Μαλακ. ντουρβάγγελο [durˈvaŋɟelo] Αξ., Αραβαν. Από το μεσν. ουσ. τετραβάγγελον με ανομοιωτική αποβολή της αρκτικής συλλαβή [te]. Ο τύπ. ντουρβ- πιθ. με παρετυμολ. επίδρ. του τουρκ. αριθμτ. dört = 4.
1. Το τετραευαγγέλιο, το λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τα τέσσερα ευαγγέλια ό.π.τ. : Διάβαζαν τραβάγγελο, κάνουν αγιασμό δίνουν ση οφτωχά (Διάβαζαν το τετραευαγγέλιο, κάνουν αγιασμό δίνουν (ελεημοσύνη) στους φτωχούς) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Τελετή κατά την οποία ο ιερέας διαβάζει από τα τέσσερα ευαγγέλια στο προσκέφαλο αρρώστου Μαλακ.