τράμπα
(ουσ. θηλ.)
τράμbα
[ˈtramba]
Αξ., Μαλακ.
Από το τουρκ. trampa / terampa, το οπ. ιταλ. tramuta (βλ. Stachowski 1995: 182, Nişanyan 2002- 2022).
Η ανταλλαγή
ό.π.τ.