ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τραχανάς (ουσ. αρσ.) Ουδ. τραχανά [trahaˈna] Μαλακ., Μισθ., Τσουχούρ. τραχανός [trahaˈnos] Μισθ. ταρχανάς [tarhaˈnas] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ. τραχαϊνό [trahaiˈno] Σίλ. ταρχανά [tarhaˈna] Αξ., Ουλαγ., Σίλατ., Φερτάκ., Φλογ. Πληθ. τραχανάδε [trahaˈnaðe] τραχανάια [trahaiˈna] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. tarhana, το οπ. από μεταγν. τραγανός (Λεξ. Ανδριώτ., λ. τραχανάς) μέσω της περσ. Για την σημ. πβ. Ἡσύχ. Χ. 628 «χόνδρος· τραγανός. οὗτος ὁ ἅλιξ». Ο τύπ. ταρχανά μεσν. ή νεότ., πβ. Σχ. Αριστοφ. Πλ. 999 «ἄμητά τε προσέπεμψεν: Εἶδος πλακοῦντος γαλακτώδους. οὐ μόνον ὅτι οὐκ ἐδέξατο τὰ δῶρά μου, ἀλλὰ καὶ οἴκοθεν ἔπεμψέ μοι ἄλλο πλακούντιον, (ὡσανεὶ λέγων μηκέτι πατῆσαι ἐκεῖ με.) —ἄμητα: Τὴν λεγομένην ἰδιωτικῶς φλεψίαν. εἶχε γὰρ αὐτὸν ἐν ταῖς χερσί. Θ. Dv. τὰ κοινῶς ταρχανά».
Τραχανάς ό.π.τ. : Τραχανός κορκοτιού (Τραχανάς από κουρκούτι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Τραχανάι, ε ναι, τέτοια, σούπις, ούτσα σάνιξαμ', τρώιξαμ' (Τραχανάδες, ε ναι, τέτοια, σούπες, έτσι κάναμε, τρώγαμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σάνισκαμ' ταρχανά, το χειμώ τρώισκαμ', ψήνισκαμ' (Φτιάχναμε τραχανά, τον χειμώνα τρώγαμε, μαγειρεύαμε) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Παίρκαν στα σπίτε τουν τραχανάδε, κορκότσε, πλεγούρ’, λαχτόρε (Έπαιρναν στα σπίτια τους τραχανάδες, κουρκούτια, πλιγούρι, κοκόρια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Η νύφη έψησινι τον τραχανά (Η νύφη μαγείρεψε τον τραχανά) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.