ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τραπέζι (ουσ. ουδ.) τραπέζιν [traˈpezin] Σίλ. τραπέζι [traˈpezi] Ανακ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ. τραπέζ̑ι [traˈpeʒi] Φάρασ. τραbέζι [ˈtraˈbezi] Φάρασ. ντραπέζι [draˈpezi] Φάρασ. τραπέζ’ [traˈpez] Ανακ., Δίλ., Φλογ. τρεπἐσ̑’ [treˈpeʃ] Μαλακ. Πληθ. τραπέζια [traˈpezʝa] Μισθ. Μεσν. τραπέζι(ν) το οπ. από το αρχ. ουσ. τραπέζιον. Ο τύπ. τραbέζι με ηχηροπ. του [p] > [b].
1. Το τραπέζι ό.π.τ. : Τραπέζιν απ’ κάτου (κάτω από το τραπέζι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τζας ήρτ’ ο ταρός, κάθ’σε σο τραπέζι (όταν ήρθε ο καιρός, κάθισε στο τραπέζι) Καππ. -Lag. «’νοίγου τραbέζι», νοίγιν το τραπέζι, έφαεν του βασιλό τ’ ασκέρ’ («άνοιξε τραπέζι» ανοίγει το τραπέζι, έφαγε του βασιλιά ο στρατός) Φάρασ. -Dawk. Φκιάισ̑καν παράκληση, θέκνισ̑καν τα εικόνες σο τραπέζ’ απάνω (έκαναν παράκληση, έβαζαν τις εικόνες πάνω στο τραπέζι) Ανακ. -Κωστ.Α. Φέρουν σο τραπέζι τουνε γκιρμάιδες (έφερναν στο τραπέζι ξερές μουστόπιτες) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Παγάσαμε πέντε άρτοι […] θεκνίνκαμέν ντα σο τραπέζ̑ι σου δεσπότη (πηγαίναμε πέντε άρτους […] τα βάζαμε στο τραπέζι του δεσπότη) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Εκεί σο ίσιωμα ήτον ένα ίσιο γαγιά σαν τραπέζι (εκεί στο ίσωμα ήταν ένας ίσιος βράχος σαν τραπέζι) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ομπρό στην αυλή τ' τουχά ούτσα χέκαν τραπέζια (μπροστά στην αυλή του πράγματι έτσι έβαλαν τραπέζια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Κάτσε σο τραπέζι τσαι μην ντρως (κάτσε στο τραπέζι και μην τρως˙ όσοι παρευρίσκονται στο σπίτι την ώρα του φαγητού πρέπει να κάθονται στο τραπέζι κι ας μην τρώνε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Συνεκδ. το φαγητό που προσφερόταν επ’ ευκαιρία κάποιου γεγονότος (γέννηση, πένθος) Ανακ., Μισθ., Τελμ., Φάρασ. : Τόστης Τούρκος έρχόντουν σε τραπέζ̑ι βαρασιώτικο (φίλος Τούρκος ερχόταν σε φαρασιώτικο γεύμα) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πεγάζομ’ τραπέζι σ’ αποθαμἐνου το σπίτ’ (πηγαίνουμε φαγητό στου πεθαμένου το σπίτι (ενν. για να το δώσουν στην οικογένεια που πενθούσε) Ανακ. -Κωστ.Α. σ̑υχωρίζουμ’ ντου χαμένου, βάλλ’ τραπέζ’, τρωίσ̑καμ’ (συγχωρούσαμε τον πεθαμένο, (ενν. αυτός που πενθεί) παραθέτει γεύμα, τρώμε) Μισθ. -Κωστ.Μ.
β. Ειδικότ., το ετήσιο μνημόσυνο που κάνει μιά οικογένεια Φλογ.