τραπίνα
(ουσ. θηλ.)
τραπίνα
[traˈpina]
Φάρασ.
Πιθ. από το μεσν. ουσ. τρόπη = καρίνα πλοίου με παραγωγ. επίθμ. -ίνα, πβ. και αρχ. τρόπις (γεν. -ίδος) = καρίνα πλοίου. Εναλλακτικά, από το τουρκ. ουσ. daraba = α) ξύλινο διαχωριστικό β) διαλεκτ. κιγκλίδωμα, φράκτη, όπου και διαλεκτ. τύπ. taraba, και το παραγωγ. επίθμ. -ίνα.
Τα πλευρικά στηρίγματα κάρου
Φάρασ.