τράχωμα
(ουσ. ουδ.)
τράχωμα
[ˈtraxoma]
Αραβαν., Γούρδ.
τράχουμα
[ˈtraxuma]
Μαλακ.
Νεότ. ουσ. τράχωμα (Mackridge 2021: 57), το οπ. από το θ. τραχω- του ν.ε. διαλεκτ. ρ. τραχώνω =προικοδοτώ, το οπ. από το μεσν. ουσ. τραχύ = είδος χάλκινου νομίσματος, με παραγωγ. επίθμ. -μα, πβ. και Λεξ. Ἀνδριώτ. ( λ. τράχωμα). Η λ. δεν σχετίζεται με το μεταγν. ουσ. τράχωμα ούτε με το μεσν. ρ. τραχόω-ῶ.
Η προίκα σε μετρητά
ό.π.τ.