ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρένο (ουσ. ουδ.) τιρένο [tiˈreno] Μπέηκ. τιρένι [tiˈreni] Σίλ. τι̂ρέν' [tɯˈren] Φλογ. τιράν [tiˈran] Μισθ. τουράν [tuˈran] Μισθ. τιουράν [tçuˈran] Μισθ. τριέν' [triˈen] Σατ. Από το γαλλ. train ή ιταλ. treno. Πβ. και τουρκ. tren, όπου και τύπ. tiren (1881) και teren (1912), βλ. Stachowski (1995: 182).
Tρένο ό.π.τ. : Ανέβηκαν κι οι Ναρακιλιώτ' σο τιρένο (Ανέβηκαν και οι πρόσφυγες από το Έρεγλι στο τρένο) Μπέηκ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Ντου πρώτο παι’ί μ’ σκοτώη σου τιουράν (Το πρώτο μου παιδί σκοτώθηκε στο τρένο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Θα τσείντι ούλα μέσα σ' ένα τιράν μι ούλα χαμένα ιντσ̑ανιούς (θα είναι όλοι μέσα σε ένα τρένο με όλο χαμένους ανθρώπους) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Και μότ' τελείωσε το γραφή, ύστερα ήρταν τα τι̂ρένια και μας πήγαν σο παπόρ' (Και μόλις τελείωσε η καταγραφή, ύστερα ήρθαν τα τρένα και μας πήγαν στο βαπόρι) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Σο Ροδοστό γαλλιτζέψαμε σο τριαίν’, ήρταμ’ ση Σελανίκη (Στη Ραιδεστό επιβιβαστήκαμε στο τρένο και ήρθαμε στην Θεσσαλονίκη) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388