ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρεις (αριθμ.) τρεις [tris] Σίλ., Τελμ. τρει [tri] Μαλακ. Ουδ. τρία [ˈtria] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σατ., Σίλ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ. τριά [trʝa] Σίλ. τρίγια [ˈtriʝa] Αξ. τίρια [ˈtirʝa] Σίλ. Πληθ. τριώ [triˈo] Σίλ. τριωνού [trioˈnu] Αξ. Αρχ. αριθμ. τρεῖς και τρία.
1. Ως επίθ. με συχνή παράλειψη του προσδιοριζόμενου ουσ., για τη δήλωση ενός συνόλου που αποτελείται από 3 μονάδες ό.π.τ. : Τρεις μέρες (τρεις μέρες) Σίλ. -Dawk. Τρία qουγίδια (τρεις τρύπες) Τελμ. -Dawk. Τρία ζαπτιάδε (τρεις αστυνομικοί) Φλογ. -Dawk. Τρία τεκλίφια (τρία ζητήματα) Γούρδ. -Dawk. Τρία αγέλφια (τρία αδέρφια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τρία μερ'νού (τριών ημερών) Ανακ. -Cost. Δυο-τρία τακκέδες (δυο-τρία λεπτά της ώρας) Σατ. -Παπαδ. Τρία στούλους (τρεις στύλοι) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Στέρου στα δύο τρία χρόνες ήρτε ο γερόκκος (ύστερα σε δύο τρία χρόνια ήρθε ο γεράκος) Φάρασ. -Dawk. Ένα βαqίτ ήταν τρία παι’ά και τρία κορίτσ̑ια (έναν καιρό ήταν τρία αγόρια και τρία κορίτσια) Ουλαγ. -Dawk. Τούτσ̑οι τρείς τους παγαίν-νουσ̑ι να qαζαντζ̑ήσουσ̑ι (αυτοί οι τρεις πηγαίνουν να κερδίσουν χρήματα) Σίλ. -Dawk. Τρία φοράς πέφτ’ στα πτέρια, φιλά ντου χέρ’ (τρεις φορές πέφτει στα πόδια, φιλά το χέρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ετούτα τα τρία μέρες έχουμ’ να μποίκουμ’ κόσμος έργατα (αυτές τις τρεις μέρες έχουμε να κάνουμε του κόσμου τις δουλειές) Αξ. -Μαυροχ. Ετό που γένην, τρία παππουκά ’ναι (έχουν περάσει τρεις γενεές από τότε που αυτό συνέβη) Ανακ. -Cost. Ήτου αρσ̑ή εις πατισ̑άχης, είσ̑ι τριά παιριά (ήταν ένας γέρος βασιλιάς, είχε τρία παιδιά) Σίλ. -Dawk. Τρία βολές φάιζάμ’ τα (τρεις φορές τους δίναμε φαγητό) Ανακ. -Κωστ.Α. Να ερίξασι τρία χρόνου μπόbες, ρε φκιαϊνόσ̑καμι χαπάρι (και να μας έρριχναν μπόμπες για τρία χρόνια δεν θα παίρναμε χαμπάρι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σον παλό τον ταρό ήτουν α βασιλός τζ΄ είσεν τρία γιοι (τον παλιό τον καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε τρεις γιους) Σατ. -Παπαδ. Πή’εν ηφερεν τρία δούλες (πήγε και έφερε τρεις υπηρέτριες) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. Κι εγώ είμαι φυλακισμένη, τρεις κυδωνίτζες φύτευσα στης φυλακής την θύραν (κι εγώ είμαι φυλακισμένη, τρεις μικρές κυδωνιές φύτευσα στης φυλακής την πόρτα) Καππ. -Αινατζ. Τρεις αδερφάδες είμαστε και τρεις κακομοιραμένες (τρεις αδελφές είμαστε και οι τρεις κακότυχες) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Για τον σχηματ. αριθμητικών πολυλεκτικών συνθέτων ό.π.τ. : Τρία κατό (τριακόσια) Φάρασ. -Dawk. Τρία σ̑ίλε (τρεις χιλιάδες) Φάρασ. -Ανδρ. Τρία χιλιάγες (τρεις χιλιάδες) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τρία είκουσ̑ι (τρία είκοσι, δηλ. εξήντα) Μισθ. -Κωστ.Μ.
β. Ειδικότ., για τον σχηματ. πολλαπλαστιακών ή αναλογικών αριθμητικών Ανακ., κ.α., Σίλ. : Τρία κάτια (τριπλός ) Ανακ. Τίρια φοράς (τρεις φορές, τριπλάσιος ) Σίλ. -Κωστ.Σ.
3. Για τη δήλωση της ημέρα του μήνα ό.π.τ.
4. Αντί του τακτικού αριθμητικού τρίτος, κυρ. για τη δήλωση της ώρα Μισθ. : || Ασμ. Ώρα τρία ξύπ’σιν ντου κορίτσ’, χάραξιν ανατολή (στις τρεις η ώρα ξύπνησε το κορίτσι, χάραξε ανατολή· από άσμ. κατά το ντύσιμο της νύφης) Μισθ. -Κωστ.Μ.
5. Ως ουσ., ο αριθμός και το σύμβολο 3 ό.π.τ.
6. Με επιρρ. χρήση, τρίτος Ανακ. : Πρώτος κ͑ικ͑ινιός έκραξεν, δεύτερο κ͑ικ͑ινιός έκραξεν, σα τρία, σα τέσσερα φώτιζεν (πρώτος πετεινός λαλούσε, δεύτερο πετεινός λαλούσε, την τρίτη, τέταρτη φορά, ξημέρωνε) Ανακ. -Κωστ.Α.
β. Με επανάληψη του αριθμ., ανά τριάδες Αξ.