τρεις
(αριθμ.)
τρεις
[tris]
Σίλ., Τελμ.
τρει
[tri]
Μαλακ.
Ουδ.
τρία
[ˈtria]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σατ., Σίλ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
τριά
[trʝa]
Σίλ.
τρίγια
[ˈtriʝa]
Αξ.
τίρια
[ˈtirʝa]
Σίλ.
Πληθ.
τριώ
[triˈo]
Σίλ.
τριωνού
[trioˈnu]
Αξ.
Αρχ. αριθμ. τρεῖς και τρία.
1. Ως επίθ. με συχνή παράλειψη του προσδιοριζόμενου ουσ., για τη δήλωση ενός συνόλου που αποτελείται από 3 μονάδες
ό.π.τ.
:
Τρεις μέρες
(τρεις μέρες)
Σίλ.
-Dawk.
Τρία qουγίδια
(τρεις τρύπες)
Τελμ.
-Dawk.
Τρία ζαπτιάδε
(τρεις αστυνομικοί)
Φλογ.
-Dawk.
Τρία τεκλίφια
(τρία ζητήματα)
Γούρδ.
-Dawk.
Τρία αγέλφια
(τρία αδέρφια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τρία μερ'νού
(τριών ημερών)
Ανακ.
-Cost.
Δυο-τρία τακκέδες
(δυο-τρία λεπτά της ώρας)
Σατ.
-Παπαδ.
Τρία στούλους
(τρεις στύλοι)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Στέρου στα δύο τρία χρόνες ήρτε ο γερόκκος
(ύστερα σε δύο τρία χρόνια ήρθε ο γεράκος)
Φάρασ.
-Dawk.
Ένα βαqίτ ήταν τρία παι’ά και τρία κορίτσ̑ια
(έναν καιρό ήταν τρία αγόρια και τρία κορίτσια)
Ουλαγ.
-Dawk.
Τούτσ̑οι τρείς τους παγαίν-νουσ̑ι να qαζαντζ̑ήσουσ̑ι
(αυτοί οι τρεις πηγαίνουν να κερδίσουν χρήματα)
Σίλ.
-Dawk.
Τρία φοράς πέφτ’ στα πτέρια, φιλά ντου χέρ’
(τρεις φορές πέφτει στα πόδια, φιλά το χέρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ετούτα τα τρία μέρες έχουμ’ να μποίκουμ’ κόσμος έργατα
(αυτές τις τρεις μέρες έχουμε να κάνουμε του κόσμου τις δουλειές)
Αξ.
-Μαυροχ.
Ετό που γένην, τρία παππουκά ’ναι
(έχουν περάσει τρεις γενεές από τότε που αυτό συνέβη)
Ανακ.
-Cost.
Ήτου αρσ̑ή εις πατισ̑άχης, είσ̑ι τριά παιριά
(ήταν ένας γέρος βασιλιάς, είχε τρία παιδιά)
Σίλ.
-Dawk.
Τρία βολές φάιζάμ’ τα
(τρεις φορές τους δίναμε φαγητό)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Να ερίξασι τρία χρόνου μπόbες, ρε φκιαϊνόσ̑καμι χαπάρι
(και να μας έρριχναν μπόμπες για τρία χρόνια δεν θα παίρναμε χαμπάρι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σον παλό τον ταρό ήτουν α βασιλός τζ΄ είσεν τρία γιοι
(τον παλιό τον καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε τρεις γιους)
Σατ.
-Παπαδ.
Πή’εν ηφερεν τρία δούλες
(πήγε και έφερε τρεις υπηρέτριες)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Κι εγώ είμαι φυλακισμένη, τρεις κυδωνίτζες φύτευσα στης φυλακής την θύραν
(κι εγώ είμαι φυλακισμένη, τρεις μικρές κυδωνιές φύτευσα στης φυλακής την πόρτα)
Καππ.
-Αινατζ.
Τρεις αδερφάδες είμαστε και τρεις κακομοιραμένες
(τρεις αδελφές είμαστε και οι τρεις κακότυχες)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Για τον σχηματ. αριθμητικών πολυλεκτικών συνθέτων
ό.π.τ.
:
Τρία κατό
(τριακόσια)
Φάρασ.
-Dawk.
Τρία σ̑ίλε
(τρεις χιλιάδες)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Τρία χιλιάγες
(τρεις χιλιάδες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τρία είκουσ̑ι
(τρία είκοσι, δηλ. εξήντα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
β.
Ειδικότ., για τον σχηματ. πολλαπλαστιακών ή αναλογικών αριθμητικών
Ανακ., κ.α., Σίλ.
:
Τρία κάτια
(τριπλός
)
Ανακ.
Τίρια φοράς
(τρεις φορές, τριπλάσιος
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
3. Για τη δήλωση της ημέρα του μήνα
ό.π.τ.
4. Αντί του τακτικού αριθμητικού τρίτος, κυρ. για τη δήλωση της ώρα
Μισθ.
:
|| Ασμ.
Ώρα τρία ξύπ’σιν ντου κορίτσ’, χάραξιν ανατολή
(στις τρεις η ώρα ξύπνησε το κορίτσι, χάραξε ανατολή· από άσμ. κατά το ντύσιμο της νύφης)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
5. Ως ουσ., ο αριθμός και το σύμβολο 3
ό.π.τ.
6. Με επιρρ. χρήση, τρίτος
Ανακ.
:
Πρώτος κ͑ικ͑ινιός έκραξεν, δεύτερο κ͑ικ͑ινιός έκραξεν, σα τρία, σα τέσσερα φώτιζεν
(πρώτος πετεινός λαλούσε, δεύτερο πετεινός λαλούσε, την τρίτη, τέταρτη φορά, ξημέρωνε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
β.
Με επανάληψη του αριθμ., ανά τριάδες
Αξ.