ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρεμύνομαι (ρ.) τρεμύνομαι [treˈminome] Ανακ. Από το ρ. τρέμω με παραγωγ. επίθμ. -ύνομαι. Πβ. μεσν. τρεμαίνω, πβ. Ευστ. Παρ. Ὀδ. 1.210.29 «κατὰ ἀναδιαπλασιασμὸν τετραίνω, ὡς τρέμω τρεμαίνω τετρεμαίνω» και Μιχ. Αποστ. Προς Λουκ. «οὔτε τρεμαίνει τοῦ θανάτου τὴν ἐνοχήν".
Τρέμω από φόβο Ανακ. : Βρίσκονdαι δαιμόνοι και τρεμύνεσαι (Υπάρχουν δαίμονες και τρέμεις από φόβο) Ανακ. -Κωστ.Α.