Τρεχέτης
(ουσ. αρσ.)
Τρεχέτης
[treˈçetis]
Αξ., Τροχ.
Γεν.
Τρετχιού
[tretˈçu]
Τροχ.
Πληθ.
Τρεχέτες
[treˈçetes]
Αξ.
Τρεχέτε
[treˈçete]
Τροχ.
Τρεχέτ'
[treˈçet]
Αξ., Τροχ.
Θηλ.
Τρεχέτ'σ̑σ̑α
[treˈçetʃa]
Αξ.
Από το τοπων. Τρεχός = Τροχός, και το παραγωγ. επίθμ. -ιώτης, με προχωρητική αφομ. [e-o > e-e]. Ο τύπος Τρεχέτ'σ̑σ̑α με την προσθήκη του παραγωγ. επίθμ. -ισσα.
Ο προερχόμενος από την Τροχό
ό.π.τ.
:
Αξενοί, Τρεχέτ’ το ίδιο ταράφ’
(Αξενοί και Τροχιώτες (είναι) η ίδια ομάδα)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Εμείς κείμεστε κ͑οκτέν Τρεχέτ'
(Εμείς είμαστε από τις ρίζες μας Τροχιώτες)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Και τα ’μέτερ’ και οι Τρεχέτες κείσαν στο Καραbουρνάκι
(Και οι δικοί μας (δηλ. οι Αξενοί) και οι Τροχιώτες ήταν (αρχικά) στο Καραμπουρνάκι)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Δεν αφήνισ̑καν να πάρ’ Αξενός Τρετχιού κορίτσ̑’
(Δεν άφηναν να παντρευτεί Αξενός κοπέλα από την Τροχό )
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555