τριάμισυ
(αριθμ.)
τριαγιάγμισυ
[triaˈʝaɣmisi]
Αξ.
τριάγμισυ
[triˈaɣmisi]
Αξ.
Από το μεσν. αριθμ. τριάμισυ, πβ. Ἀσσίζ. 29.20 «καὶ ὁ ἀγοραστὴς νὰ πλερώσῃ πέρπυρα τριάμισυ», το οπ. από μεταγν. τριημίσεον. Πβ. ήμισυς, όπου τύπ. γήμ'σο Αξ.
Τρεισήμισυ, τριάμισυ
ό.π.τ.
:
Τριάγμισυ στάματα
(Τριάμισυ στρέμματα)
Αξ.
-Μαυροχ.