ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρέφω (ρ.) θρέβω [ˈθrevo] Ανακ. Αόρ. έθρεψα [ˈeθrepsa] Σινασσ. Μτχ. τρεμμένο [treˈmeno] Γούρδ. Aπό το αρχ. ρ. τρέφω. Ο τύπ. θρέφω μεσν. Ο τύπ. τρεμμένο με αρκτ. τ- αναλογ. από τον ενεστ. τρέφω.
1. Ανατρέφω Ανακ., Σινασσ. : || Παροιμ. Θρέψε οφιδιού κουτιά να βγάλουν τα μάτια σ' (Θρέψε φιδάκια να σου βγάλουν τα μάτια˙ Όταν κανείς ευεργετεί πονηρούς τον ξεπληρώνουν καταστρέφοντάς τον) -Αρχέλ. || Ασμ. Στα σίδερα τον γέννησε, στη φυλακή τον θρέβει (Στα σίδερα τον γέννησε, στην φυλακή τον ανατρέφει) Ανακ. -Θέρ.Ακρ.
2. Η μτχ., θρεμμένος, αυτός που έχει επιθυμητό βάρος Γούρδ.