τραχύς
(επίθ.)
τραχύ
[traˈçi]
Σινασσ.
τρασύ
[traˈsi]
Σινασσ.
Πληθ.
τρασ̑ά
[traˈʃa]
Φλογ.
Από το αρχ. επίθ. τραχύς. Η ουσιαστικοπ. του ουδ. μεσν. αλλά με τη σημ. ‘είδος χάλκινου νομίσματος’.
1. Ως επίθ., τραχύς, αυτός που δεν έχει ομαλή επιφάνεια
Φλογ.
:
Ψωμιά τρασ̑ά
(Τραχιά ψωμιά, δηλ. ψωμιά με ζαρωμένη επιφάνεια)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
2. Το ουδ. ως ουσ., δερματικό έκζεμα, λειχήνα
Σινασσ.
:
Ο βασιλιάς έβγαλε στο κορμί τἔνα τραχύ που τον έτρωγε πολύ
(Ο βασιλιάς έβγαλε στο κορμί του ένα έκζεμα που τον έτρωγε πολύ)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
λειχήνα