ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τραχαριέρης (επίθ.) τραχαριέρη [traxaˈrʝeri] Φάρασ. τραχαριέρ [traxaˈrʝer] Φάρασ. Από το ουσ. τραχάρι και το παραγωγ. επίθμ.-ιέρης < -ιάρης.
Τριχωτός Φάρασ. : Έμbην σο σπήλο αν ψεό τζ̑αι τραχαριέρι νομάτ'ς (Μπήκε στην σπηλιά ένας ψηλός και τριχωτός άνθρωπος) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Νε ρούχα φόραινκε νε τίπως, ήτουν τραχαριέρι (Ούτε ρούχα φόραγε ούτε τίποτα, ήταν τριχωτός) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. γιλλούς, μαλλιάρης, τουγιάρης, τριχερός