τραχαριέρης
(επίθ.)
τραχαριέρη
[traxaˈrʝeri]
Φάρασ.
τραχαριέρ
[traxaˈrʝer]
Φάρασ.
Από το ουσ. τραχάρι και το παραγωγ. επίθμ.-ιέρης < -ιάρης.