τραμπέλα
(ουσ.)
τραμbέλα
[tramˈbela]
Αξ.
Πιθ. από το λατιν. επίθ. trabalis =όμοιος με δοκάρι, πβ. και λατιν. trabs(γεν. trabis) = δοκός, κορμός δέντρου, trabes (γεν. trabis) = δοκοί. Εναλλακτικά, από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. taraba = ξύλινο παραβάν, κομμάτι σανίδας και το παραγωγ. επίθμ. -έλα.
Σήμαντρο