ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τραχάρι (ουσ. ουδ.) τραχάρι [traˈxari] Φάρασ. Εν. Γεν. τραχαρού [traxaˈru] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. τριχάριν πβ. Φλωρ. 1045 «ξαίνει εἰς γῆν τοὺς πλοκαμούς, τοὺς ἔπλεξεν ὁ πόθος, τοῦ τριχαριοῦ τοῦ ἐρωτικοῦ». με υποχωρητ. αφομ. [i-a] > [a-a].
Κατσικίσια τρίχα, κατσικίσιο μαλλί Φάρασ. : Τραχαροὐ νέμα (Κλωστή από τρίχα κατσίκας) Φάρασ. -Ανδρ. Γιδού τραχάρι (Γιδίσια τρίχα) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ.