τρατάρω
(ρ.)
τρατάρω
[traˈtaro]
Σινασσ.
Μεσν. ρ. τρατάρω = μεταχειρίζομαι, το οπ. από το βενετ. tratar.
Προσφέρω γλυκό, κερνάω
Σινασσ.