τραχαροτόπι
(ουσ. ουδ.)
τραχαρουτόπι
[traxaruˈtopi]
Φάρασ.
Από τα ουσ. τραχάρι = κατσικήσια τρίχα και τόπι (θ. τραχάρ- και ουσ. τόπι με συνδ. φων. -ο-) .
Τόπι συμπιεσμένου μαλλιού από κατσικήσια τρίχα
Φάρασ.