ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρεμούλα (ουσ. θηλ.) Πληθ. τρεμούλες [treˈmules] Γούρδ. Από μεσν. ουσ. τρεμούλα, το οπ. από το μεσν. ουσ. τρεμούρα (με ανομ. υγρών) από το ρ. τρέμω και το παραγωγ. επίθμ. -ούρα. Πβ. τρεμουλίζω = τρέμω Πόντ. τρεμουλάω = τρέμω Απουλ.
Ρίγος Γούρδ.