τρεμούλα
(ουσ. θηλ.)
Πληθ.
τρεμούλες
[treˈmules]
Γούρδ.
Από μεσν. ουσ. τρεμούλα, το οπ. από το μεσν. ουσ. τρεμούρα (με ανομ. υγρών) από το ρ. τρέμω και το παραγωγ. επίθμ. -ούρα. Πβ. τρεμουλίζω = τρέμω Πόντ. τρεμουλάω = τρέμω Απουλ.
Ρίγος
Γούρδ.