τρέφω ( ρ.
)
θρέβω
[ˈθrevo]
Ανακ.
Αόρ.
έθρεψα
[ˈeθrepsa]
Σινασσ.
Μτχ.
τρεμμένο
[treˈmeno]
Γούρδ.
...
τρεχάμενος
(επίθ.)
τρεχάμενος
[treˈxamenos]
Γούρδ.
Μεσν. μτχ., τρεχάμενος, πβ. Χοῦμν. Κοσμογ. 336 «νερὰ τρεχάμενα, ἄσπρα ὡσὰν τὸ γάλα», η οπ. από το θ. τρέχ- αναλογ. προς τις μτχ. σε -άμενος.
Για νερό, αυτός που ρέει
Γούρδ.