ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρίβω (ρ.) τρίβω [ˈtrivo] Αξ. τρίβου [ˈtrivu] Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Φλογ. τρίφτω [ˈtrifto] Φάρασ. Παρατατ. έτριβα [ˈetriva] Αξ. τρίβισ̑κα [ˈtriviʃka] Αξ., Μισθ. έτριψα [ˈetripsa] Γούρδ., Φάρασ. έdριψα [ˈedripsa] Φάρασ. Υποτ. τρίψου [ˈtripsu] Σίλ. Πληθ. Υποτ. γ΄ τρίψ’νι [ˈtripsni] Μισθ. Προστ. τρίψε [ˈtripse] Γούρδ. Μτχ. τριμμένο [triˈmeno] Γούρδ. Αρχ. ρ. τρίβω.
1. Τρίβω, κινώ ένα σώμα πάνω στην επιφάνεια άλλου σώματος ασκώντας πίεση ό.π.τ. : Έτριψαν το θάλι (έτριψαν την πέτρα) Φάρασ. -Dawk. Τρίφτει τα σέρε τ'ς και πλυναίνει τα σο χαρϊένιν (τρίβει τα χέρια της και τα πλένει το καζάνι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Κάνω εντριβή Μισθ., Σίλ. : Να σου τρίψουσ̑ι μιά (να σου κάνουν εντριβή μιά φορά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πέφτισ̑κεν νεφαλό τ’, τρίβισ̑καν ντου, κρούισ̑καν τσ̑ουτσ̑ί, σ̑ήκωναν ντου (έπεφτε ο αφαλός, τον έτριβαν (ενν. τον ασθενή), έκαναν βεντούζες, τον σήκωναν) Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Τρίβω κάτι για να το κάνω πολύ μικρά κομμάτια ή για να το κάνω σκόνη και κατ' επέκτ. αλέθω ό.π.τ. : Έβγκαλεν το ’λεύρι ση χούφταν ντου, έτριψεν ντα ψέματα (έβγαλε το αλεύρι από τη χούφτα του, προσποιήθηκε ότι το έτριψε) Φάρασ. -Dawk. Το μαύρο πιπέρ’ καλό τριμμένο ’ναι, άλλο άλεσμα δεν γκρεύ’ (το μαύρο πιπέρι είναι καλά τριμμένο, δεν θέλει περισσότερο άλεσμα) Γούρδ. -Καράμπ. Ντε είχαν πολλά ζεϊτίνια, τρίβιξαντα σου ψωμί απάν’ για να γενεί πολύ να φαν (δεν είχαν πολλές ελιές, τις τρίβανε στο ψωμί επάνω για να γίνουν πολλές για να φάμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Να έρτ’νι να τρίψ’νι δου γέλμα (θα έρθουν να αλέσουν το σιτάρι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αλέθω
4. Αλωνίζω σιτηρά Φάρασ.