τριπλή
(ουσ. θηλ.)
τιριπλή
[tiriˈpli]
Ανακ., Δίλ.
τ͑ιρπιλή
[tʰirpiˈli]
Ανακ., Δίλ.
Από το θηλ. τύπ. τριπλῆ του αρχ. επιθ. τριπλοῦς. Για τον τύπ. τιριπλή πβ. τύπ. τίρια στο λ. τρία. Ο τύπ. τιρπιλή από τον τύπ. τιριπλή με μετάθεση του [p].
Η τριήμερη νηστεία που γινόταν συνήθως στην αρχή της Σαρακοστής ή σπανιότερα την Μεγάλη Παρασκευή έως την Κυριακή του Πάσχα
ό.π.τ.
:
Πιάσαν τ͑ιρπιλή
(έκαναν τριήμερη νηστεία)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
τριπλαριά