ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρίτος (αριθμ.) τρίτο [ˈtrito] Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ. τρίτον [ˈtriton] Σατ. Θηλ. τρίτη [ˈtriti] Μισθ. Αρχ. αριθμ. τρίτος.
1. Ο τρίτος, αυτός που κατέχει τον αριθμό τρία σε μιά σειρά όμοιων προσώπων, προσώπων, γεγονότων ή καταστάσεων ό.π.τ. : Τρίτο κερέ (τρίτη φορά) Ποτάμ. -Dawk. Τρίτο τ’ α’ιλφό τ’νι (ο τρίτος αδελφός του) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Το μπασ̑τανλίq το κορίτσ̑ ‘ δώκεν ντο σο πρώτο το αδελφό τ’, τ’ άλλο το κορίτσ̑’ δώκεν ντο σο ορτανdζ̑ά το παιδί, το τρίτο αφήκεν ντο σο μαυτό τ’ (το πρώτο το κορίτσι το έδωσε στον πρώτο αδερφό του, το άλλο κορίτσι το έδωσε στο μεσαίο παιδί, το τρίτο (ενν. κορίτσι) το άφησε για τον εαυτό του ) Σίλατ. -Dawk. Το μιτσίκκο αδεφός έμπην σο τρίτον τη στράτα (ο μικρότερος αδερφός μπήκε στον τρίτο δρόμο) Σατ. -Παπαδ.
2. Το θηλ. ως ουσ., η τρίτη χρονιά σχολικών σπουδών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση Μισθ. : Ογώ τσιόουμι τρίτη δημοτικού (εγώ ήμουν στην τρίτη δημοτικού) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.