τριήμερο
(ουσ. ουδ.)
τρίμερο
[ˈtrimero]
Φάρασ.
τρίμερ'νο
[ˈtriˈimernο]
Ανακ.
Πληθ.
τριήμερα
[ˈtriˈimera]
Μισθ.
τρίμερ'να
[ˈtrimerna]
Δίλ., Φλογ.
τρίμερα
[ˈtrimera]
Γούρδ.
Αρχ. ουσ. τριήμερον = διάστημα τριών ημερών, το οπ. από ουσιαστικοπ. του ουδ. του επίθ. τριήμερος. Ο τύπ. τρίμερον ήδη μεσν., πβ. Γεωργηλ., Bελ. Λ 343 «πρὶν νὰ πληρώσῃ τρίμερον, χάνεις τὴν βασιλείαν».
1. Το χρονικό διάστημα τριών ημερών
Γούρδ.
2. Η νηστεία τριών ημερών, κυρ. η νηστεία από την Καθαρή Δευτέρα ως και την Τετάρτη
Ανακ., Φάρασ.
:
Νήστεψαν τρίμερ'νο
(έκαναν τριήμερη νηστεία)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
τριπλαριά, τριπλή
3. Στον πληθ., το μνημόσυνο τρεις ημέρες μετά από τον θάνατο κάποιου
Δίλ., Μισθ.
:
Ποίκεν τ’ αντέτια τ’, δώκεν τα τρίμερνα τ’
(Τήρησε τα νεκρικά έθιμα, του έκανε τα τριήμερα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Να πάμ' να ποίκουμ' δα τριήμερα
(Να πάμε να κάνουμε τα τριήμερα)
Μισθ., Φλογ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
β.
Τα κόλλυβα που μοιράζονται τρεις μέρες μετά την ταφή
Φλογ.