τρισκέλι
(ουσ. ουδ.)
τρισκέλ’
[triˈscel]
Γούρδ.
Μεσν. ουσ. τρισκέλι, το οπ. από το μεσν. τρισκέλιον = τρίποδο.
Ως εκκλησιαστικός όρος, το τρίποδο
Γούρδ.