τρισάγιο
(ουσ. ουδ.)
τρισάγιο
[triˈsaʝio]
Τελμ.
τρισά'ιο
[triˈsaio]
Φάρασ.
τουρσάιτου
[turˈsaitu]
Μισθ.
τουρσάδους
[turˈsaðus]
Μαλακ.
Πληθ.
τουρσάδουζγια
[turˈsaðuzʝa]
Μαλακ.
τουρσάδες
[turˈsaðes]
Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. τρισάγιον.
1. Tρισάγιο
Μισθ., Τελμ.
:
Γονάτιζ̑εν σο μορμόρι τ' και κάνισκε τρισάγιο
(γονάτιζε στο μνήμα και έκανε τρισάγιο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Στον πληθ., εδέσματα προσφερόμενα υπέρ αναπαύσεως νεκρών
Μαλακ., Φλογ.