ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρομάζω (ρ.) τρομάζω [troˈmazo] Γούρδ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ. τρομάζου [troˈmazu] Μισθ. τρόμαξα [ˈtromaksa] Γούρδ., Μισθ., Σατ. Υποτ. Αόρ. τρομάξω [troˈmaksο] Σινασσ. Πρώιμ. μεσν. ρ. τρομάζω και τρομάσσω. Ο αόρ. τρόμαξα από μεταγν. αόρ. ἐτρόμαξα. Πβ. και αρχ. ρ. τρομέω-ῶ.
1. Αμτβ., για έμψυχο, τρέμω, κουνιέμαι ακουσίως λόγω φόβου ή κρύου ό.π.τ. : Τρομάζου απ’ του φόβου μ’ (τρέμω από τον φόβο μου) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Για άψυχο, σείομαι, κουνιέμαι, τρέμω ό.π.τ. : Τρόμαξαν τα χέρια μου (έτρεμαν τα χέρια μου) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Φρ. Τρομάζει το μαλλί μου (τρέμει το μαλλί μου˙ ανατριχιάζω από τον φόβο μου) Φάρασ. -Ανδρ. || Ασμ. Και αμόν τρομάζουν τα γόν’τα μου, να τρομάζει το γεφύρ’ σου (και άμα τρέμουν τα γόνατα μου, να τρέμει το γεφύρι σου) Καππ. -Lag.
3. Συνεκδ., νιώθω τρόμο, τρομάζω ό.π.τ. : Τρόμαξεν η σκρόφα, πασλάτ’σεν να τζαναβαρίζει (τρόμαξε η γουρούνα και άρχισε να ουρλιάζει) Σατ. -Παπαδ. || Ασμ. Αν σε δείξω την τέντα μου, πολύ θενά τρομάξεις (αν σου δείξω τη σκηνή μου, πολύ θα τρομάξεις) Σινασσ. -Lag.
β. Μτβ., φοβάμαι πολύ κάποιον ή κάτι Φάρασ. : Άλεϊ μεις αδέ τρομάζουμε τζαι φοβούμεστε ’σ’ τον ντατά μας (τον πατέρα μας μόνο εμείς τρέμουμε και φοβόμαστε τον πατέρα μας ) Φάρασ. -Παπαδ.