τρομάζω
(ρ.)
τρομάζω
[troˈmazo]
Γούρδ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ.
τρομάζου
[troˈmazu]
Μισθ.
τρόμαξα
[ˈtromaksa]
Γούρδ., Μισθ., Σατ.
Υποτ. Αόρ.
τρομάξω
[troˈmaksο]
Σινασσ.
Πρώιμ. μεσν. ρ. τρομάζω και τρομάσσω. Ο αόρ. τρόμαξα από μεταγν. αόρ. ἐτρόμαξα. Πβ. και αρχ. ρ. τρομέω-ῶ.
1. Αμτβ., για έμψυχο, τρέμω, κουνιέμαι ακουσίως λόγω φόβου ή κρύου
ό.π.τ.
:
Τρομάζου απ’ του φόβου μ’
(τρέμω από τον φόβο μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Για άψυχο, σείομαι, κουνιέμαι, τρέμω
ό.π.τ.
:
Τρόμαξαν τα χέρια μου
(έτρεμαν τα χέρια μου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Τρομάζει το μαλλί μου
(τρέμει το μαλλί μου˙ ανατριχιάζω από τον φόβο μου)
Φάρασ.
-Ανδρ.
|| Ασμ.
Και αμόν τρομάζουν τα γόν’τα μου, να τρομάζει το γεφύρ’ σου
(και άμα τρέμουν τα γόνατα μου, να τρέμει το γεφύρι σου)
Καππ.
-Lag.
3. Συνεκδ., νιώθω τρόμο, τρομάζω
ό.π.τ.
:
Τρόμαξεν η σκρόφα, πασλάτ’σεν να τζαναβαρίζει
(τρόμαξε η γουρούνα και άρχισε να ουρλιάζει)
Σατ.
-Παπαδ.
|| Ασμ.
Αν σε δείξω την τέντα μου, πολύ θενά τρομάξεις
(αν σου δείξω τη σκηνή μου, πολύ θα τρομάξεις)
Σινασσ.
-Lag.
β.
Μτβ., φοβάμαι πολύ κάποιον ή κάτι
Φάρασ.
:
Άλεϊ μεις αδέ τρομάζουμε τζαι φοβούμεστε ’σ’ τον ντατά μας
(τον πατέρα μας μόνο εμείς τρέμουμε και φοβόμαστε τον πατέρα μας
)
Φάρασ.
-Παπαδ.