ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρόχι (ουσ. ουδ.) τρόχι̂́ [ˈtroxɯ] Μισθ. τρόχ̑’ [troç] Αξ., Μισθ., Σινασσ. τρό’ιχ [ˈtroix] Αξ. τρόγ̑’ [troʝ] Αξ. τρόδ’ [troð] Μαλακ., Φλογ. τρόθ’ [troθ] Τελμ. τρό’ι [ˈtroi] Αξ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ. τρόσι [ˈtrosi] Ποτάμ., Τζαλ. τρόσ̑’ [troʃ] Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ. στρόσ̑ι [ˈstroʃi] Φλογ. Εν. Γεν. τροσ̑ού [troˈʃu] Ανακ. Πληθ. τρόχια [ˈtroça] Αξ., Μισθ. τρόγια [ˈtroʝa] Μισθ. τρόσια [ˈtrosça] Ποτάμ. τρόσ̑α [ˈtroʃa] Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ. τρό΄ια [ˈtroia] Μισθ. Μεταγν. ουσ. τρόχιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. τροχός. Πβ. μεσν. θυροτρόχιον = μεντεσές πόρτας.
1. Τροχός, το κυκλικό όργανο, που περιστρέφεται γύρω από κάθετο άξονα, ρόδα Αξ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Φλογ. : Τρόχια ξυλιώνας (Ξύλινοι τροχοί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Παίρ' ένα τρόϊ, χατζιλαϊζ' ντου απάνου μ' (παίρνει μιά ρόδα, την πετάει πάνω μου) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Αργότερα καύιξαμ' λαστίχια εμείς, τρόχια τσι τέτοια (Αργότερα καίγαμε λάστιχα εμείς, ρόδες και τέτοια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Ένα τρόχ̑’ νήμα (ένας τροχός νήμα˙ κλωστή της ρόκας, τόσο μακριά όσο μπορούσε να γνέσει μιά γυναίκα ώσπου να κάνει την επόμενη κλωστή) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τρία τρόια αμάξ' (Κάρο με τρεις ρόδες˙ Τρίτροχο καροτσάκι του μωρού) -ΙΛΝΕ 887 Συνών. τεκερλέκι :1, τσάρκι :2
2. Συνεκδ., τεμάχιο κλωστής ή νήματος Μαλακ., Τελμ., Φλογ. : Εξέβαλεν άσο πϋσγκϋλΰ τἔνα τρόθ’, κι έσιξεν και το τυρπί, έναν γκαλό έδεσέν ντο (έβγαλε μιά κλωστή από της φούντας (ενν. του φεσιού) και έδεσε την τρύπα, την έσφιξε καλά) Τελμ. -Dawk. Το τρόδ' τουλίγουμ' το σην κλωθάρα (Την κλωστή την τυλίγουμε στο σφοντύλι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Άφ'σε με να ποίκω δυό τρόδια (Άφησέ με να γνέσω δυό κλωστές) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
β. Κρόσσι Μαλακ., Τελμ.
3. Μεγάλη στρογγυλή μυλόπετρα διαμετρήματος περίπου 1.5 μ. με την οποία έκλειναν την είσοδο των υπόγειων καταφυγίων Ανακ., Αξ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ. : Σέμεν σ’ το κελέρ να κρυβισ̑τεί, ντώκεν ντο τρόιχ’ και κρυβίσ̑τεν (Μπήκε σε ένα κελλάρι να κρυφτεί, έσπρωξε την πέτρα της εισόδου και κρύφτηκε) Αξ. -Dawk. Τράβαναν το τρόσι (τραβούσαν την πέτρα (ενν. για να κλείσουν το καταφύγιο)) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τα παλαιά είχαν μπρος τρόσια με τύρπες (τα παλιά (ενν. σπίτια) είχαν μπροστά πέτρες με τρύπες) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
β. Συνεκδοχ., το ίδιο το υπόγειο καταφύγιο Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ. : Ούλα φύγαν, πήαν σα τρόσ̑α, κατέβα ‘γω σε ‘κείνο (Όλοι έφυγαν, πήγαν στα υπόγεια καταφύγια, πήγα κι εγώ σ' εκείνο ) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Άμα να γενεί τίποτα, να κρυφτούμ’ στου Μιχαήλ Αρχάγγελο το τρόσι (Αμα γίνει τίποτα, θα κρυφτούμε στο υπόγειο καταφύγιο του Αρχάγγελου Μιχαήλ ) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342
γ. Μυλόπετρα για το άλεσμα λιναρόσπορου Αξ., Φλογ.
4. Τροχός, ξυλουργικό εργαλείο, πλάνη Μισθ. : Νταή μ᾽ Νικόλας 'τουν αράιζι ντου τρόχ', ηύρην ντου κιαλπατί (Ο θείος μου ο Νικόλας όταν έψαχνε τον τροχό βρήκε την τανάλια) Μισθ. -Φατ. Είνι ένα μηχανάκι, να πούμε, μι δα δυο τρόγια (είναι ένα μηχανάκι, να πούμε, με δύο ρόδες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.