ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρυγώ (ρ.) τρυγώ [triˈɣo] Ανακ., Σίλ. τρυγίζω [triˈʝizo] Γούρδ., Μαλακ., Σίλ., Φλογ. τρυγίζου [triˈʝizu] Μισθ. τρυ’ίζω [triˈizo] Ανακ. τυρίζου [tiˈrizu] Σίλ. Παρατατ. τρυγούσα [triˈɣusa] Τελμ. Αόρ. τρύγισα [ˈtriʝisa] Γούρδ. Υποτ. τραγρήσω [traˈɣriso] Σίλ. Μτχ. τρυγημένο [ˈtriʝiˈmeno] Γούρδ. τρυγιωμένου [ˈtriʝoˈmenu] Μισθ. Από το αρχ. ρ. τρυγάω/ῶ. Ο τύπ. τρυγίζω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω λόγω της ομοηχίας των αορ. δομών των ρημ. -άω, -έω και -ίζω. O τύπ. τυρίζου από τρυ'ίζω με μετάθ. Ο τύπ. τρυγίζω δεν αποτελεί ιστορική συνέχεια του μεταγν. ρ. τρυγίζω = μοιάζω με κατακάθι.
1. Τρυγώ αμπέλι, μαζεύω τα ώριμα σταφύλια ό.π.τ. : Τρυ’ίζουμ’ τ’αμbέλια (τρυγούμε τα αμπέλια) Ανακ. -Κωστ.Α. Τρυγούσαμ’, φορτώναμε, κουβαλούσαμ’ τα σα καλάθια (τρυγούσαμε, φορτώναμε, τα κουβαλούσαμε (ενν. τα σταφύλια) στα καλάθια) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. -Τσ̑ο και τσ̑ο σε ποιείς στ’ αμbέλι; -Σε τραγρήσω (- Τι θα κάνεις στο αμπέλι; -Θα τρυγήσω) Σίλ. -ΚΜΣ-CD Τυρίζουμ’ το αμπέλ’ (Τρυγίζουμε το αμπέλι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
β. Γενικότ., μαζεύω ώριμα φρούτα Φάρασ. : Τις χα βγκει να τρύσει το 'πίδι; (Ποιος θα ανέβει να τρυγήσει την αχλαδιά; ) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.
2. Ειδικότ., τρυγώ μέλισσες, μαζεύω το μέλι από τις κερήθρες Ανακ., Φλογ. : Τ' Άη-Μαρίνας τρύιζαμ' τα κουβάνα (Της Αγ. Μαρίνας τρυγούσαμε το μέλι από τις κυψέλες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812