τρύπημα
(ουσ. ουδ.)
τύρπημα
[ˈtirpima]
Γούρδ., Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. τρύπημα =τρύπα με μετάθ. του [r], πβ. και τρυπώ όπου και τύπ. τυρπώ και τρυπί, όπου και τύπ. τυρπί.
Τρύπημα
κ.α.
:
Αφτιού ντου τύρπημα νίιδι μι ντου βολόν’
(Το τρύπημα των αφτιών γίνεται με βελόνα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τ' οβγό κρεύ' τύρπημα
(Το αβγό θέλει τρύπημα (ενν. για να το ρουφήξουν))
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
ντέλντημα