ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τρώγημα (ουσ. ουδ.) τρώημα [ˈtroima] Ουλαγ. Από το ρ. τρώγω, όπου και τύπ. τρώω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Η ενέργεια του τρώω, φάγωμα : Ούτσα γκαι τρώημα ντε χιώρ'σα (Δεν είδα ποτέ τέτοιο φάγωμα, να τρώνε έτσι) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. φάγημα
Τροποποιήθηκε: 22/07/2025