τρώγημα
(ουσ. ουδ.)
τρώημα
[΄troima]
Ουλαγ.
Από το ρ. τρώγω, όπου και τύπ. τρώω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Η ενέργεια του τρώω, φάγωμα
:
Ούτσα γκαι τρώημα ντε χιώρ'σα
(Δεν είδα ποτέ τέτοιο φάγωμα, να τρώνε έτσι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
φάγημα