τρυφερούτσικος
(επίθ.)
τυφ'ρούτσικο
[tiˈfrutsiko]
Μαλακ.
Από το νεότ. τρυφερούτζικος (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το επίθ. τρυφερός, όπου καππ. τύπ. τυφ’ρό, και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος.
Αρκετά τρυφερός
Μαλακ.