ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαγιλτάχι (ουσ. ουδ.) τσ̑αγιλτάχι [tʃaʝilˈtaçi] Φάρασ. τσ̑αγιλτάχα [tʃaʝilˈtaxa] Φάρασ. Πληθ. τσ̑αγουλντάχ̇ια [tʃaɣulˈdaχɯa] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. çakıldak = α) χαλίκι β) διαλεκτ., βρωμιά που κολλάει στο τρίχωμα των προβάτων (TSS 2, λ. çakıldak II). Λανθασμένη η άποψη της Önder (2022: 30) ότι προέρχεται από το τουρκ. ουσ. çakıl taşı = χαλίκι.
1. Χαλίκι Φάρασ.
2. Βρομιά που κολλάει στο τρίχωμα των προβάτων Ανακ. : Να πάρουμ’ τα τσ̑αγουλντάχ̇ια (Να βγάλουμε τη βρωμιά από το τρίχωμα (ενν. πριν το άρμεγμα) Ανακ. -Κωστ.Α.
3. Στον πληθ. οι σβώλοι από χώμα που κολλούν στην εξωτερική πλευρά των μάλλινων καλτσών Φάρασ.