τσαγουρμάς
(ουσ. αρσ.)
τσ̑αγουρμάς
[tʃaɣurˈmas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. çevirme= α) περιστροφή β) διαλεκτ., μικρός περιφραγμένος κήπος, όπου και διαλεκτ. τύπ. çavurma (TSS 2, λ. çavurma II).
Περίφραξη