τσαϊλάχος
(ουσ.)
τσ̑αϊλάχ'
[tʃaiˈlax]
Φλογ.
τσαϊλάχος
[tsaiˈlaxos]
Φλογ.
τσ̑αϊλάχους
[tʃaiˈlaxus]
Μισθ.
τσ̑αλιάχος
[tʃaˈʎaxos]
Αξ.
τσ̑αλιάχους
[tʃaˈʎaxus]
Μισθ.
τσ̑αρτσ̑αλάχος
[tʃartʃaˈlaxos]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. çaylak (< παλ. τουρκ. çarla- ή çavla-), όπου και διαλεκτ. τύπ. çaylah = αετός (THADS 3, λ. çaylah). Πβ. τον ήδη νεότ. τύπ. τσελέγης = είδος γερακιού (Μηνάς 2012: 302).
2. Αετός
Μισθ.
3. Όρνεο που τρώει ψοφίμια
Μισθ., Φλογ.