ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαϊλάχος (ουσ.) τσ̑αϊλάχ' [tʃaiˈlax] Φλογ. τσαϊλάχος [tsaiˈlaxos] Φλογ. τσ̑αϊλάχους [tʃaiˈlaxus] Μισθ. τσ̑αλιάχος [tʃaˈʎaxos] Αξ. τσ̑αλιάχους [tʃaˈʎaxus] Μισθ. τσ̑αρτσ̑αλάχος [tʃartʃaˈlaxos] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. çaylak (< παλ. τουρκ. çarla- ή çavla-), όπου και διαλεκτ. τύπ. çaylah = αετός (THADS 3, λ. çaylah). Πβ. τον ήδη νεότ. τύπ. τσελέγης = είδος γερακιού (Μηνάς 2012: 302).
1. Γεράκι Αξ., Μισθ., Φλογ. Συνών. αλιτζής, σαχίν, τογάνους :1
2. Αετός Μισθ.
3. Όρνεο που τρώει ψοφίμια Μισθ., Φλογ.