τσαγιότοιχο
(ουσ. ουδ.)
τσαγιότοιχο
[tʃaˈʝotixo]
Σινασσ.
Από τα ουσ. τσάι Ι, όπου και τύπ. τσ̑άγ’, και τοίχος με θ. σύμφ. -ο- και παραγωγ. επίθμ. -ο.
Χωράφι, αμπέλι ή σπίτι με τοίχο προς το ρέμα
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025