τσαγούρντημα
(ουσ. ουδ.)
τσ̑αούρντημα
[tʃaˈurdima]
Αφσάρ.
τσ̑αούρντεμα
[tʃaˈurdema]
Φάρασ.
Από το ρ. τσαγουρντώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Κύκλωμα, γύρισμα