τσαϊντανούχι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑αϊdανούχ΄
[tʃajdaˈnux]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. çaydanlık = βραστήρας για τσάι, πιθ. με επίδρ. του διαλεκτ. τύπ. çaynık, çaynıh.
Βραστήρας για τσάι