τσακάλης
(ουσ. αρσ.)
τσακάλ'
[tsaˈkal]
Μισθ.
τσ̑αχάλ'
[tʃaˈxal]
Φάρασ.
τσ̑αχάλης
[tʃaˈxalis]
Φάρασ.
τσακάλους
[tsaˈkalus]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. τσακάλης (Somavera, λ. τζακάλης), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çakal, όπου και διαλεκτ. τύπ. çahal (THADS, λ. çahal III).
Τσακάλι
ό.π.τ.
:
Πού πααίν'; Είπεν ντι ο λύκος σον τσαχάλη
(Πού πηγαίνεις; Είπε ο λύκος στο τσακάλι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.