ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσακάλης (ουσ. αρσ.) τσακάλ' [tsaˈkal] Μισθ. τσ̑αχάλ' [tʃaˈxal] Φάρασ. τσ̑αχάλης [tʃaˈxalis] Φάρασ. τσακάλους [tsaˈkalus] Μισθ. Από το νεότ. ουσ. τσακάλης (Somavera, λ. τζακάλης), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çakal, όπου και διαλεκτ. τύπ. çahal (THADS, λ. çahal III).
Τσακάλι ό.π.τ. : Πού πααίν'; Είπεν ντι ο λύκος σον τσαχάλη (Πού πηγαίνεις; Είπε ο λύκος στο τσακάλι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.