τσαΐρι
(ουσ. ουδ.)
τσαγι̂́ρι
[tsaˈɣɯri]
Σινασσ.
τσ̑αΐρι
[tʃaˈiri]
Μισθ., Σατ., Φάρασ.
τ͑σ̑αΐρι
[tʰʃaˈiri]
Φάρασ.
τσ̑αι̂́ρ'
[tʃaˈɯr]
Αξ., Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ., Τελμ., Τσαρικ., Φλογ.
τσ̑εΐρι
[tʃeˈiri]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
τ͑σ̑εΐρi
[tʰʃeˈiri]
Αφσάρ.
Από το νεότ. ουσ. τσαΐρι (πβ. Καλλίν. Ἐπ. 5.163 «Οἱ σεϊρτζῆδες κάθονται στὸ χλοερὸ τσαΐρι»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çayır = α) λιβάδι β) χορτάρι.
1. Λιβάδι
ό.π.τ.
:
Σο κοριτσ̑ιού σ̑η θύραν εμbρό εν ένα μέγα τσ̑αι̂́ρ', και γούλο ξ̑ουράφια και μαχαίρια 'ναι
(Μπροστά στην πόρτα του κοριτσιού είναι ένα μεγάλο λιβάδι, και είναι όλο ξυράφια και μαχαίρια)
Τελμ.
-Dawk.
Σο χωρίο ερχούσανdε οι Αϊτιννούδες μο τα πρόβατα τσ̑αι τα γίδε να βοστσίσουν σο τσ̑αΐρι
(Στο χωριό ερχόντουσαν οι Αϊδινιώτες με τα πρόβατα και τα γίδια να βοσκήσουν στο λιβάδι)
Σατ.
-Παπαδ.
Τσ̑αϊριού αγκάι
(Αγκάθι του λιβαδιού, είδος αγριόχορτου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Ξεπέλ'σε Εζ Γιώργκης τ'άβγο του σο τσ̑αΐρι
(Ξαμόλησε ο Άγιος Γεώργιος το άλογό του στο λιβάδι˙ Καλοκαιρασε· λεγόταν γιατί μετά απο τις 23 Απριλίου οι Φαρασιώτες ξαμολούσαν τα άλογα και τα βοειδή για βοσκή)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.