τσαϊτάνι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑αϊτάνι
[tʃaiˈtani]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. çaydan = τσαγιέρα.
Τσαγιέρα
Τροποποιήθηκε: 02/04/2022